φιλοτέλεια

φιλοτέλεια
η
η αγάπη για συλλογή και μελέτη γραμματοσήμων, η γραμματοσημοφιλία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φιλοτέλεια — η, Ν ο φιλοτελισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. philatelie από τη σύνθ. τών ελλ. λ. φίλος και ατέλεια, ονομασία που οφείλεται στο γεγονός ότι το γραμματόσημο επέτρεψε την παραλαβή τής επιστολής ατελώς] …   Dictionary of Greek

  • φιλοτελικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φιλοτέλεια ή τους φιλοτελιστές (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλοτελισμός — ο η αγάπη προς τη φιλοτέλεια (βλ. λ.), η απασχόληση με τη συλλογή, ταξινόμηση, μελέτη και εμπορία των γραμματοσήμων, η γραμματοσημοφιλία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλοτελιστής — ο θηλ. ίστρια αυτός που ασχολείται με τη φιλοτέλεια (βλ. λ.), ο συλλέκτης γραμματοσήμων, ο γραμματοσημόφιλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”